- ἔναρξις
- ἔναρξις, εως, ἡ,A = καταρχή, Procl.Par.Ptol.131.II introduction, τῶν λεχθησομένων Sch.E.Hec.313.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔναρξις — introduction fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρξεσιν — ἔναρξις introduction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναρξιν — ἔναρξις introduction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναρξη — η (AM ἔναρξις) 1. αρχή, αρχίνισμα, ξεκίνημα («έναρξη εργασιών, μαθημάτων») 2. το χρονικό σημείο στο οποίο γίνεται η έναρξη μιας ενέργειας ή καταστάσεως («έναρξη αγώνων», «έναρξη συναυλίας») μσν. ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια τής… … Dictionary of Greek
ἐνάρξεων — ἐνάρξεω̆ν , ἔναρξις introduction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρξεως — ἐνάρξεω̆ς , ἔναρξις introduction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)